- μονοκέφαλος
- μονοκέφαλοςone-headedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοκέφαλος — μονοκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * κέφαλος (< κεφαλή) (πρβλ. πολυ κέφαλος)] … Dictionary of Greek
μονοκέφαλον — μονοκέφαλος one headed masc/fem acc sg μονοκέφαλος one headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
ՄԻԱԳԼԽԻ — ( ) NBH 2 0263 Chronological Sequence: 14c ա. μονοκέφαλος unum caput habens. Որոյ մի է գլուխ. *Որպէս մարդն յորժամ ծնանի, միագլխի եւ վեցմատանի. Ոսկիփոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)